μονομερής

μονομερής
-ές (ΑΜ μονομερής)
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής
2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς μαρτυρίαι», Iουστιν)
νεοελλ.
χημ. το ουδ. ως ουσ. το μονομερές
χημική ένωση, στον μοριακό τύπο τής οποίας οι δείκτες έχουν τις μικρότερες δυνατές τιμές, που καθορίζονται από τα σθένη τών αντίστοιχων ατόμων
αρχ.
1. (για επίδεσμο) αυτός που προορίζεται μόνο για ένα μέρος
2. φρ. «ἐκ τοῡ μονομεροῡς» — μεροληπτικά, άδικα.
επίρρ...
μονομερώς (ΑΜ μονομερῶς)
1. μεροληπτικά, άδικα
2. με μονομερή τρόπο, μονόπλευρα
μσν.
1. από τη μία μόνο μεριά
2. αυτοτελώς, μεμονωμένα, ανεξάρτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισο-μερής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μονομερής, -ης, -ες — μονομερής, ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που εξετάζει ένα μόνο μέρος ενός πράγματος χωρίς να δίνει σημασία στα άλλα, ο μονόπλευρος: Η άποψη που είχε ήταν μονομερής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μονομερής — consisting of one part masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομερῆ — μονομερής consisting of one part neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μονομερής consisting of one part masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μονομερής consisting of one part masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομερεῖ — μονομερής consisting of one part masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) μονομερής consisting of one part masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομερεῖς — μονομερής consisting of one part masc/fem acc pl μονομερής consisting of one part masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομερές — μονομερής consisting of one part masc/fem voc sg μονομερής consisting of one part neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομεροῦς — μονομερής consisting of one part masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομερέσι — μονομερής consisting of one part masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομερῶν — μονομερής consisting of one part masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονομερῶς — μονομερής consisting of one part adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”